Words about the Corinthian currant, some still alive, some forgotten. 

This glossary is the first step for the documentation of the Corinthian currant’s oral history. It includes words and terms related to the cultivation, the daily life of the producers and the workers, the society, economy and culture that the Corinthian currant created.

This project aims to the creation of a collection on words that will awaken memories and will contribute to the conduct of the oral history interviews.

You may enter any word you might know. Your contribution is welcome.

 

This page is constantly updated. 

Συνεισφορά

    About the use of personal data
    • We use your personal data (name, e-mail) only for the purposes of the Glossary for the Corinthian currant.
    • We might contact you only for the purposes of the Glossary for the Corinthian currant.
    • We won’t share or sell your personal data to third parties.
    • You can at any time by e-mail revoke the use of your personal data.

    Πριμαρόλια ΑΜΚΕ
    2020

    Αλώνι: Ο υπαίθριος χώρος στον οποίο απλώνεται η κορινθιακή σταφίδα ώστε να αποξηρανθεί.

    Ακόνι: Εργαλείο για το ακόνισμα των εργαλείων που χρησιμοποιούνται κατά το κλάδεμα και το χαράκι της κορινθιακής σταφίδας.

    Αναβόλι: Εναλλαγή αράδων για όργωμα, ράντισμα, τρύγημα.

    Αναμπέλωση: Φύτευση στο χώμα κομμένων βεργών του κλήματος.

    Απόλλων, Δημοτικό Θέατρο στην Πάτρα: Η κατασκευή του θεάτρου Απόλλων στην Πάτρα χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το συνάλλαγμα που συνέρρεε από την εξαγωγή της κορινθιακής σταφίδας στις απαιτητικές αγορές του εξωτερικού. Στην επιτροπή ανέγερσής του συμμετείχαν τρεις σταφιδέμποροι, ο Εδουάρδος Χάνκοκ, ο Μ. Γερούσης και ο Κυριάκος Ν. Λάππας. Η επιτροπή αυτή ανέθεσε το σχεδιασμό του θεάτρου στον φημισμένο αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Κατασκευάστηκε το 1872 και αποτελεί μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο.

    Βουλιθιά: Πολτός από απορρίμματα από αγελάδες και νερό. Έχριζαν εσωτερικά τα κοφίνια με βουλιθιά για να απορροφούν τυχόν ζουμιά από τις σταφίδες μέχρι να τις απλώσουν και κατόπιν τα έβαζαν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Χαρακτηριστική η μυρωδιά τους, η οποία σε 2 3 ημέρες εξαφανιζόταν.

    Βούτα: Μικρή τσιμεντένια κατασκευή στο χωράφι για μάζεμα νερού.

    Γαλαζόπετρα: Θειικός χαλκός σε μορφή μικρής πέτρας γαλάζιου χρώματος που την έλιωναν σε νερό για να ψεκάσουν τα κλήματα.

    Γλίνα: Λάσπη από τις όχθες ποταμού που χρησιμοποιούνταν για το χρίσιμο του αλωνιού.

    Γράβαλο: Εργαλείο απαραίτητο για το ξεκορτσάλισμα, που αποτελείται από ένα μακρύ καλάμι με ένα είδος τσουγκράνας στη μία άκρη.

    Δανεικαριά: Η βοήθεια στις εργασίες μιας οικογένειας από άλλες γειτονικές ή συγγενικές με όρο την ανταπόδοση της εργασίας.

    Δίσαρο: Μακρύ ίσιο κλαδί από πλατάνι, με διχάλα στη μια άκρη, πάνω στην οποία είχε δεθεί αφάνα, περίτεχνα με σύρμα. Σαρώνοντας τον αποξηραμένο καρπό στο αλώνι, αφαιρούνταν τα τσίγκανα.

    Δριμώνια: Τελάρα με σίτα διαφορετικών ανοιγμάτων που υπήρχαν στη μάκινα (συνήθως 3) για τη διαλογή της σταφίδας ανάλογα με το μέγεθος.

    Έργος: Το να ανεβοκατεβαίνει κάποιος μια αράδα εκπληρώνοντας μια εργασία.

    Θειαφίστρα: Μηχανή για θειάφισμα.

    Ίσκα: Χρόνια ασθένεια του φυτού, προτιμά αμπελώνες κάποιας ηλικίας, συνήθως μετά το 10-12ο έτος τους. Καταστρέφει το αγγειακό σύστημα και διακόπτει την τροφοδοσία του φυτού με νερό, προκαλώντας σταδιακή αποξήρανση ή απότομη ξήρανση.

    Ισκιάδα ή σκιάδα: Ειδική κατασκευή για την αποξήρανση της κορινθιακής σταφίδας στη σκιά.

    Καναβάτσο: Ειδικό πανί για την προστασία της κορινθιακής σταφίδας από τη βροχή και άλλα δυσμενή καιρικά φαινόμενα.

    Κανιστρέλι: Μικρό κοφινάκι που έβαζαν τις άγουρες σταφίδες και τις πήγαιναν για άπλωμα σε ξεχωριστό αλώνι.

    Καταβολάδα: Η μεταφορά μιας βέργας, χωρίς να είναι κομμένη, από το κλήμα μέσα στο χώμα.

    Κληρονόμος: Η ανάπτυξη βλαστού του κλήματος με τη στήριξη καλαμιού ακολουθείται από αφαίρεση του ήδη υπάρχοντος κλήματος.

    Κλαδευτήρι: Γεωργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει στο κόψιμο μακριών ή με χρήσιμων βεργών των κλημάτων.

    Κληματίδες: Τα μικρά λεπτά ξύλα που προκύπτουν μετά το κλάδεμα.

    Κορφάδες: Νεαρά βλαστάρια του κλήματος.

    Κορφολόγημα: Το κόψιμο των κορφάδων για να δυναμώσει το κλήμα.

    Κοσκίνα ή δρυμόνι: Μεγάλων διαστάσεων ξύλινο κόσκινο για τον καθαρισμό/διαλογή της σταφίδας (απομάκρυνση «άψητων» ή χονδρών ρωγών). Κρατιόταν από δύο άτομα.

    Κοσκίνισμα: Η ποιοτική διαλογή του καρπού με τη βοήθεια της κοσκίνας.

    Κουνινά (η): Χωριό της Αιγιάλειας με τη μεγαλύτερη παραγωγή κορινθιακής σταφίδας στην Ελλάδα.

    Κουντέλι: Ξύλινο διχαλωτό στήριγμα απαραίτητο για το κουντέλιασμα.

    Κουντέλιασμα: Υποστήριξη παραφορτωμένων με καρπό βεργών με τη χρήση κουντελιού.

    Κουβάλημα: Η μεταφορά στον ώμο των νωμοκοφινιών με τα τρυγημένα νωπά σταφύλια στο αλώνι.

    Κούρβουλο: Ο κορμός του κλήματος.

    Κουτρούλι: Η διαδικασία της ανάσκαψης του χώματος ανάμεσα στις αράδες και της συσσώρευσής του σε μικρούς λοφίσκους.

    Κοφίνια ή πουργιά ή κόφες: Δοχεία που χρησιμοποιούνται κατά τον τρύγο για τη συλλογή του καρπού και τη μεταφορά του στα αλώνια.

    Κρικέλα: Μεταλλικός χαλκάς στα άκρα των σταφιδόπανων για να περνά από αυτά σύρμα που βοηθούσε στο άπλωμα και το μάζεμα του σταφιδόπανου.

    Κρισάρα: Αλλιώς το κόσκινο.

    Ληνό: Το σπιτάκι στο οποίο μένουν οι σταφιδοκαλλιεργητές κατά την περίοδο του τρύγου, το οποίο βρίσκεται συνήθως μέσα στα κτήματα της κορινθιακής σταφίδας.

    Λιακωτό: Αλλιώς το αλώνι, δηλαδή ο υπαίθριος χώρος στον οποίο απλώνεται η κορινθιακή σταφίδα ώστε να αποξηρανθεί.

    Λιάσιμο: Η αποξήρανση της σταφίδας στα αλώνια, κάτω από τον ήλιο.

    Λιπάρισμα: Η ρίψη ουσιών, ζωικής συνήθως προέλευσης, θρεπτικών για το κλήμα, στο έδαφος γύρω από αυτό.

    Λίχνισμα: Τεχνική με την οποία αφαιρούνται μέσω αέρα ελαφρά ξένα σώματα από την κορινθιακή σταφίδα.

    Μάκινα: Ογκώδες μηχάνημα με ξύλινο περίβλημα για την πραγματοποίηση του μακιναρίσματος, της διαλογής της σταφίδας.


    Μακινάρισμα: Η απομάκρυνση κάθε ξένης προς τη σταφίδα ουσίας με τη βοήθεια νερού και αέρα με τη μάκινα.

    Μάτζες: Σκληρό σκαμμένο έδαφος.

    Μαχιάδες: Ξύλινη κατασκευή (πάσσαλοι) στα αλώνια που χρησιμεύει για την στήριξη των πανιών προστασίας από τη βροχή.

    Μπότσα: Δοχείο μεταφοράς νερού-κρασιού για τους εργάτες του τρύγου.

    Ντορβάς: Υφασμάτινη τσάντα μεταφοράς του φαγητού από τους εργάτες του τρύγου.

    Νωμοκόφινο: Βαθύ καλάθι ειδικό για τη συγκέντρωση του τρυγημένου νωπού καρπού.

    Ξεβράκωμα: Σκάψιμο της γης γύρω από τα κλήματα για την απομάκρυνση επιφανειακών ριζιδίων.

    Ξελαγάνιασμα: Η αφαίρεση των τσιγγάνων με τη σαρωματίνα.

    Ξελάκκωμα: Σκάψιμο γύρω από τον κορμό του κλήματος.

    Ξεκορτσάλισμα: Η αφαίρεση από το αλώνι των μίσχων των ξερών σταφυλιών.

    Ξεστερφάδιασμα: Η αποκοπή των παραπουλιών από το κάτω μέρος του κλήματος.

    Ξέφυλλος: Η διαδικασία αφαίρεσης κοντινών στον πρώιμο καρπό φυλλωμάτων με στόχο καλύτερο αερισμό και μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο.

    Παλούκια: Ξύλινα ή σιδερένια σκέλη που τοποθετούνται κάθετα στο έδαφος στην άκρη και κατά μήκος, στο κέντρο των αλωνιών.

    Παραμαχιάς: Ξύλινο λεπτό καδρόνι. Οι παραμαχιάδες έμπαιναν κατά μήκος στα πλαϊνά του αλωνιού.

    Παραπούλια: Βλαστίδια κοντινά στο κλήμα που αφαιρούνται κατά το ξεστερφάδιασμα.

    Πατωτή: Ξύλινη κατασκευή όπου ξέραιναν τις ρώγες που έπεφταν στα κοφίνια κατά την συγκομιδή.

    Περονόσπορος ή περινόσπορος: Ασθένεια του αμπελιού που την καταπολεμούσαν με χαλκό (γαλαζόπετρα).

    Πινακωτή: Ξύλινη κατασκευή που χρησιμοποιείται για την αποξήρανση της κορινθιακής σταφίδας με σκοπό την καλύτερη ποιότητα.

    Πίστρισμα ή παρδάλισμα: Η αλλαγή στο χρώμα της κορινθιακής σταφίδας πάνω στο αμπέλι από λαχανί-ανοικτό πράσινο σε μαύρο-μωβ.

    Πλακούλα: Μακρύ ξύλο ή σιδηρόβεργα τετράγωνου ή κυλινδρικού σχήματος που τοποθετείται πάνω στα κεντρικά παλούκια των αλωνιών για τη στήριξη των απλωμένων πανιών σκεπάσματος.

    Πριμαρόλι: Το πλοίο που φόρτωνε τον πρώτο καρπό της σταφιδικής περιόδου για κάποιο από τα μεγάλα λιμάνι προορισμού, π.χ. το πριμαρόλι του Λονδίνου.

    Σάκιασμα: Το γέμισμα των ειδικών σακιών με την ξερή σταφίδα όταν ερχόταν η ώρα για τη μεταφορά της στον έμπορο ή στην Ένωση.

    Σακούλα: Μικρό σακί που περιέχει θειάφι και με το οποίο πραγματοποιείται η ρίψη του στη καλλιέργεια.

    Σαρωματίνα, σάρωμα ή λάγανο: Αυτοσχέδια σκούπα από ξύλο και ξερά κλωνάρια αφάνας για την πρώτη αφαίρεση των τσίγγανων από την απλωμένη κορινθιακή σταφίδα στο αλώνι.

    Σβάρνα: Βαρύ μεταλλικό εργαλείο για τον στρώσιμο-ίσιωμα των αλωνιών.

    Σήμανα: «Ρίχνει σήμανα και καταβολάδες» ο αμπελουργός όταν ανοίγει λάκκο γύρω από το φυτό του αμπελιού και επιχώνει τα με κλίση στελέχη, για να δημιουργήσει νέα κλήματα.

    Στέγα: Άλλη ονομασία για την πλακούλα.

    Σύσιμο: Το αναποδογύρισμα των απλωμένων στο αλώνι σταφυλιών έτσι ώστε να ωριμάσει εξίσου από όλες τις πλευρές.

    Σώρωμα ή σώριασμα: Η συγκέντρωση και αποθήκευση της ξερής σταφίδας σε σωρό, μέχρι να σακιαστεί (μπει σε σακιά). Η διαδικασία γινόταν αργά το σούρουπο με τη δροσιά.

    Τζιβιέρες: Τετράπλευρα ξύλινα πλαίσια-δοχεία με πάτο συνήθως από καλάμια ή συρματόπλεγμα, για το πλύσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας με έκθεση στον ήλιο.

    Τρίψιμο: Αποκόλληση των ξερών μίσχων από τον ξεραμένο καρπό με τη βοήθεια γραβάλου.

    Τσίγγανα ή κότσαλα ή κόρτσαλα: Μικρά ξυλώδη υλικά που μένουν μετά τον καθαρισμό της αποξηραμένης κορινθιακής σταφίδας.

    Τσιλαδιά μπακαλιάρος Μεσσηνίας: Τοπικό πιάτο μπακαλιάρου με μαύρη σταφίδα. Η συνταγή υπάρχει και σε άλλες περιοχές παραγωγής της σταφίδας. Κατά την εποχή του 19ου αιώνα και του μεγάλου εμπορίου μεταξύ της Ελλάδας και της Αγγλίας, οι Άγγλοι έστελναν μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου στην Ελλάδα, ανταλλάσσοντάς τον με σταφίδες. Όντας παστός, ο εισαγόμενος μπακαλιάρος αποτέλεσε το φθηνό και εύκολα διατηρήσιμο ψάρι που ήθελαν οι αγροτικές περιοχές (πλην νησιών). Τα δύο προϊόντα δημιούργησαν το δικό τους πιάτο.

    Τσόντα: Πάνινο κομμάτι μικρών διαστάσεων για την κάλυψη των πανιών σκεπάσματος στο αλώνι σε περίπτωση σκισίματος ή έτσι ώστε να μην «καούν» από τον ήλιο.

    Φαλτσέτα: Μαχαίρι παρόμοιο με δρεπάνι, κατάλληλο για το χαράκωμα.

    Φυσερό ή φισούνι: Ο θειοτήρας, συσκευή για το ψέκασμα με θειάφι.

    Φουρκάδιασμα: Τοποθέτηση ξύλινου ή σιδερένιου ή καλαμωτού υποστηλώματος πολύ κοντά στο κλήμα που δένεται γύρω από αυτό.

    Φούσκισμα: Άλλη ονομασία για το λιπάρισμα με φουσκί (λίπασμα ζωικής προέλευσης).

    Χαράκι/ χαράκωμα: Ιδιαίτερη τεχνική χαρακώματος – αφαίρεσης μέρους του κορμού του κλήματος, ώστε να σταματούν προσωρινά οι χυμοί και να μεγαλώνουν κατόπιν γρήγορα οι ρώγες της σταφίδας. Η επανασυγκόλληση της φλύδας έφερνε νέα ορμή στο κλήμα, ωθώντας τις ρώγες της σταφίδας να μεγαλώσουν γρήγορα. Όσα κλήματα χαρακώνονταν είχαν τελικά ρώγες ως και τριπλάσιες σε μέγεθος από τα αχαράκωτα.

    Χαρακοψάλιδo: Ειδικό ψαλίδι που χρησίμευε για το χαράκωμα του κορμού στα κλήματα της σταφίδας. Είχε κυκλικές λάμες που έκλειναν σφικτά στο κέντρο τους τον κορμό και με μια περιστροφική κίνηση τον χάραζαν γύρω-γύρω μέχρι το ξύλο.

    Χαρακίνη: Χημική φυτοορμόνη, γνωστή ως καρπίνη ή χαρακίνη ή PCPA, πλέον απαγορευμένη.

    Χοντράδα: Κορινθιακή σταφίδα μεγάλης ρώγας.

    Χρίσιμο / χρίζω: Επίστρωση των αλωνιών με τη γλίνα πριν από το άπλωμα της σταφίδας.

    Ψαλίδα: Εργαλείο που χρησιμοποιείται στο χαράκι.

    Αλώνι: Ο υπαίθριος χώρος στον οποίο απλώνεται η κορινθιακή σταφίδα ώστε να αποξηρανθεί.

    Ακόνι: Εργαλείο για το ακόνισμα των εργαλείων που χρησιμοποιούνται κατά το κλάδεμα και το χαράκι της κορινθιακής σταφίδας.

    Αναβόλι: Εναλλαγή αράδων για όργωμα, ράντισμα, τρύγημα.

    Αναμπέλωση: Φύτευση στο χώμα κομμένων βεργών του κλήματος.

    Απόλλων, Δημοτικό Θέατρο στην Πάτρα: Η κατασκευή του θεάτρου Απόλλων στην Πάτρα χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το συνάλλαγμα που συνέρρεε από την εξαγωγή της κορινθιακής σταφίδας στις απαιτητικές αγορές του εξωτερικού. Στην επιτροπή ανέγερσής του συμμετείχαν τρεις σταφιδέμποροι, ο Εδουάρδος Χάνκοκ, ο Μ. Γερούσης και ο Κυριάκος Ν. Λάππας. Η επιτροπή αυτή ανέθεσε το σχεδιασμό του θεάτρου στον φημισμένο αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Κατασκευάστηκε το 1872 και αποτελεί μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο.

    Βουλιθιά: Πολτός από απορρίμματα από αγελάδες και νερό. Έχριζαν εσωτερικά τα κοφίνια με βουλιθιά για να απορροφούν τυχόν ζουμιά από τις σταφίδες μέχρι να τις απλώσουν και κατόπιν τα έβαζαν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Χαρακτηριστική η μυρωδιά τους, η οποία σε 2 3 ημέρες εξαφανιζόταν.

    Βούτα: Μικρή τσιμεντένια κατασκευή στο χωράφι για μάζεμα νερού.

    Γαλαζόπετρα: Θειικός χαλκός σε μορφή μικρής πέτρας γαλάζιου χρώματος που την έλιωναν σε νερό για να ψεκάσουν τα κλήματα.

    Γλίνα: Λάσπη από τις όχθες ποταμού που χρησιμοποιούνταν για το χρίσιμο του αλωνιού.

    Γράβαλο: Εργαλείο απαραίτητο για το ξεκορτσάλισμα, που αποτελείται από ένα μακρύ καλάμι με ένα είδος τσουγκράνας στη μία άκρη.

    Δανεικαριά: Η βοήθεια στις εργασίες μιας οικογένειας από άλλες γειτονικές ή συγγενικές με όρο την ανταπόδοση της εργασίας.

    Δίσαρο: Μακρύ ίσιο κλαδί από πλατάνι, με διχάλα στη μια άκρη, πάνω στην οποία είχε δεθεί αφάνα, περίτεχνα με σύρμα. Σαρώνοντας τον αποξηραμένο καρπό στο αλώνι, αφαιρούνταν τα τσίγκανα.

    Δριμώνια: Τελάρα με σίτα διαφορετικών ανοιγμάτων που υπήρχαν στη μάκινα (συνήθως 3) για τη διαλογή της σταφίδας ανάλογα με το μέγεθος.

    Έργος: Το να ανεβοκατεβαίνει κάποιος μια αράδα εκπληρώνοντας μια εργασία.

    Θειαφίστρα: Μηχανή για θειάφισμα.

    Ίσκα: Χρόνια ασθένεια του φυτού, προτιμά αμπελώνες κάποιας ηλικίας, συνήθως μετά το 10-12ο έτος τους. Καταστρέφει το αγγειακό σύστημα και διακόπτει την τροφοδοσία του φυτού με νερό, προκαλώντας σταδιακή αποξήρανση ή απότομη ξήρανση.

    Ισκιάδα ή σκιάδα: Ειδική κατασκευή για την αποξήρανση της κορινθιακής σταφίδας στη σκιά.

    Καναβάτσο: Ειδικό πανί για την προστασία της κορινθιακής σταφίδας από τη βροχή και άλλα δυσμενή καιρικά φαινόμενα.

    Κανιστρέλι: Μικρό κοφινάκι που έβαζαν τις άγουρες σταφίδες και τις πήγαιναν για άπλωμα σε ξεχωριστό αλώνι.

    Καταβολάδα: Η μεταφορά μιας βέργας, χωρίς να είναι κομμένη, από το κλήμα μέσα στο χώμα.

    Κληρονόμος: Η ανάπτυξη βλαστού του κλήματος με τη στήριξη καλαμιού ακολουθείται από αφαίρεση του ήδη υπάρχοντος κλήματος.

    Κλαδευτήρι: Γεωργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει στο κόψιμο μακριών ή με χρήσιμων βεργών των κλημάτων.

    Κληματίδες: Τα μικρά λεπτά ξύλα που προκύπτουν μετά το κλάδεμα.

    Κορφάδες: Νεαρά βλαστάρια του κλήματος.

    Κορφολόγημα: Το κόψιμο των κορφάδων για να δυναμώσει το κλήμα.

    Κοσκίνα ή δρυμόνι: Μεγάλων διαστάσεων ξύλινο κόσκινο για τον καθαρισμό/διαλογή της σταφίδας (απομάκρυνση «άψητων» ή χονδρών ρωγών). Κρατιόταν από δύο άτομα.

    Κοσκίνισμα: Η ποιοτική διαλογή του καρπού με τη βοήθεια της κοσκίνας.

    Κουνινά (η): Χωριό της Αιγιάλειας με τη μεγαλύτερη παραγωγή κορινθιακής σταφίδας στην Ελλάδα.

    Κουντέλι: Ξύλινο διχαλωτό στήριγμα απαραίτητο για το κουντέλιασμα.

    Κουντέλιασμα: Υποστήριξη παραφορτωμένων με καρπό βεργών με τη χρήση κουντελιού.

    Κουβάλημα: Η μεταφορά στον ώμο των νωμοκοφινιών με τα τρυγημένα νωπά σταφύλια στο αλώνι.

    Κούρβουλο: Ο κορμός του κλήματος.

    Κουτρούλι: Η διαδικασία της ανάσκαψης του χώματος ανάμεσα στις αράδες και της συσσώρευσής του σε μικρούς λοφίσκους.

    Κοφίνια ή πουργιά ή κόφες: Δοχεία που χρησιμοποιούνται κατά τον τρύγο για τη συλλογή του καρπού και τη μεταφορά του στα αλώνια.

    Κρικέλα: Μεταλλικός χαλκάς στα άκρα των σταφιδόπανων για να περνά από αυτά σύρμα που βοηθούσε στο άπλωμα και το μάζεμα του σταφιδόπανου.

    Κρισάρα: Αλλιώς το κόσκινο.

    Ληνό: Το σπιτάκι στο οποίο μένουν οι σταφιδοκαλλιεργητές κατά την περίοδο του τρύγου, το οποίο βρίσκεται συνήθως μέσα στα κτήματα της κορινθιακής σταφίδας.

    Λιακωτό: Αλλιώς το αλώνι, δηλαδή ο υπαίθριος χώρος στον οποίο απλώνεται η κορινθιακή σταφίδα ώστε να αποξηρανθεί.

    Λιάσιμο: Η αποξήρανση της σταφίδας στα αλώνια, κάτω από τον ήλιο.

    Λιπάρισμα: Η ρίψη ουσιών, ζωικής συνήθως προέλευσης, θρεπτικών για το κλήμα, στο έδαφος γύρω από αυτό.

    Λίχνισμα: Τεχνική με την οποία αφαιρούνται μέσω αέρα ελαφρά ξένα σώματα από την κορινθιακή σταφίδα.

    Μάκινα: Ογκώδες μηχάνημα με ξύλινο περίβλημα για την πραγματοποίηση του μακιναρίσματος, της διαλογής της σταφίδας.


    Μακινάρισμα: Η απομάκρυνση κάθε ξένης προς τη σταφίδα ουσίας με τη βοήθεια νερού και αέρα με τη μάκινα.

    Μάτζες: Σκληρό σκαμμένο έδαφος.

    Μαχιάδες: Ξύλινη κατασκευή (πάσσαλοι) στα αλώνια που χρησιμεύει για την στήριξη των πανιών προστασίας από τη βροχή.

    Μπότσα: Δοχείο μεταφοράς νερού-κρασιού για τους εργάτες του τρύγου.

    Ντορβάς: Υφασμάτινη τσάντα μεταφοράς του φαγητού από τους εργάτες του τρύγου.

    Νωμοκόφινο: Βαθύ καλάθι ειδικό για τη συγκέντρωση του τρυγημένου νωπού καρπού.

    Ξεβράκωμα: Σκάψιμο της γης γύρω από τα κλήματα για την απομάκρυνση επιφανειακών ριζιδίων.

    Ξελαγάνιασμα: Η αφαίρεση των τσιγγάνων με τη σαρωματίνα.

    Ξελάκκωμα: Σκάψιμο γύρω από τον κορμό του κλήματος.

    Ξεκορτσάλισμα: Η αφαίρεση από το αλώνι των μίσχων των ξερών σταφυλιών.

    Ξεστερφάδιασμα: Η αποκοπή των παραπουλιών από το κάτω μέρος του κλήματος.

    Ξέφυλλος: Η διαδικασία αφαίρεσης κοντινών στον πρώιμο καρπό φυλλωμάτων με στόχο καλύτερο αερισμό και μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο.

    Παλούκια: Ξύλινα ή σιδερένια σκέλη που τοποθετούνται κάθετα στο έδαφος στην άκρη και κατά μήκος, στο κέντρο των αλωνιών.

    Παραμαχιάς: Ξύλινο λεπτό καδρόνι. Οι παραμαχιάδες έμπαιναν κατά μήκος στα πλαϊνά του αλωνιού.

    Παραπούλια: Βλαστίδια κοντινά στο κλήμα που αφαιρούνται κατά το ξεστερφάδιασμα.

    Πατωτή: Ξύλινη κατασκευή όπου ξέραιναν τις ρώγες που έπεφταν στα κοφίνια κατά την συγκομιδή.

    Περονόσπορος ή περινόσπορος: Ασθένεια του αμπελιού που την καταπολεμούσαν με χαλκό (γαλαζόπετρα).

    Πινακωτή: Ξύλινη κατασκευή που χρησιμοποιείται για την αποξήρανση της κορινθιακής σταφίδας με σκοπό την καλύτερη ποιότητα.

    Πίστρισμα ή παρδάλισμα: Η αλλαγή στο χρώμα της κορινθιακής σταφίδας πάνω στο αμπέλι από λαχανί-ανοικτό πράσινο σε μαύρο-μωβ.

    Πλακούλα: Μακρύ ξύλο ή σιδηρόβεργα τετράγωνου ή κυλινδρικού σχήματος που τοποθετείται πάνω στα κεντρικά παλούκια των αλωνιών για τη στήριξη των απλωμένων πανιών σκεπάσματος.

    Πριμαρόλι: Το πλοίο που φόρτωνε τον πρώτο καρπό της σταφιδικής περιόδου για κάποιο από τα μεγάλα λιμάνι προορισμού, π.χ. το πριμαρόλι του Λονδίνου.

    Σάκιασμα: Το γέμισμα των ειδικών σακιών με την ξερή σταφίδα όταν ερχόταν η ώρα για τη μεταφορά της στον έμπορο ή στην Ένωση.

    Σακούλα: Μικρό σακί που περιέχει θειάφι και με το οποίο πραγματοποιείται η ρίψη του στη καλλιέργεια.

    Σαρωματίνα, σάρωμα ή λάγανο: Αυτοσχέδια σκούπα από ξύλο και ξερά κλωνάρια αφάνας για την πρώτη αφαίρεση των τσίγγανων από την απλωμένη κορινθιακή σταφίδα στο αλώνι.

    Σβάρνα: Βαρύ μεταλλικό εργαλείο για τον στρώσιμο-ίσιωμα των αλωνιών.

    Σήμανα: «Ρίχνει σήμανα και καταβολάδες» ο αμπελουργός όταν ανοίγει λάκκο γύρω από το φυτό του αμπελιού και επιχώνει τα με κλίση στελέχη, για να δημιουργήσει νέα κλήματα.

    Στέγα: Άλλη ονομασία για την πλακούλα.

    Σύσιμο: Το αναποδογύρισμα των απλωμένων στο αλώνι σταφυλιών έτσι ώστε να ωριμάσει εξίσου από όλες τις πλευρές.

    Σώρωμα ή σώριασμα: Η συγκέντρωση και αποθήκευση της ξερής σταφίδας σε σωρό, μέχρι να σακιαστεί (μπει σε σακιά). Η διαδικασία γινόταν αργά το σούρουπο με τη δροσιά.

    Τζιβιέρες: Τετράπλευρα ξύλινα πλαίσια-δοχεία με πάτο συνήθως από καλάμια ή συρματόπλεγμα, για το πλύσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας με έκθεση στον ήλιο.

    Τρίψιμο: Αποκόλληση των ξερών μίσχων από τον ξεραμένο καρπό με τη βοήθεια γραβάλου.

    Τσίγγανα ή κότσαλα ή κόρτσαλα: Μικρά ξυλώδη υλικά που μένουν μετά τον καθαρισμό της αποξηραμένης κορινθιακής σταφίδας.

    Τσιλαδιά μπακαλιάρος Μεσσηνίας: Τοπικό πιάτο μπακαλιάρου με μαύρη σταφίδα. Η συνταγή υπάρχει και σε άλλες περιοχές παραγωγής της σταφίδας. Κατά την εποχή του 19ου αιώνα και του μεγάλου εμπορίου μεταξύ της Ελλάδας και της Αγγλίας, οι Άγγλοι έστελναν μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου στην Ελλάδα, ανταλλάσσοντάς τον με σταφίδες. Όντας παστός, ο εισαγόμενος μπακαλιάρος αποτέλεσε το φθηνό και εύκολα διατηρήσιμο ψάρι που ήθελαν οι αγροτικές περιοχές (πλην νησιών). Τα δύο προϊόντα δημιούργησαν το δικό τους πιάτο.

    Θυμηθείτε και αυτό που μας δίνει μία μικρή εικόνα του πόσο δυνατή ήταν κάποια εποχή η μαύρη σταφίδα- κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδα

    Τσόντα: Πάνινο κομμάτι μικρών διαστάσεων για την κάλυψη των πανιών σκεπάσματος στο αλώνι σε περίπτωση σκισίματος ή έτσι ώστε να μην «καούν» από τον ήλιο.

    Φαλτσέτα: Μαχαίρι παρόμοιο με δρεπάνι, κατάλληλο για το χαράκωμα.

    Φυσερό ή φισούνι: Ο θειοτήρας, συσκευή για το ψέκασμα με θειάφι.

    Φουρκάδιασμα: Τοποθέτηση ξύλινου ή σιδερένιου ή καλαμωτού υποστηλώματος πολύ κοντά στο κλήμα που δένεται γύρω από αυτό.

    Φούσκισμα: Άλλη ονομασία για το λιπάρισμα με φουσκί (λίπασμα ζωικής προέλευσης).

    Χαράκι/ χαράκωμα: Ιδιαίτερη τεχνική χαρακώματος – αφαίρεσης μέρους του κορμού του κλήματος, ώστε να σταματούν προσωρινά οι χυμοί και να μεγαλώνουν κατόπιν γρήγορα οι ρώγες της σταφίδας. Η επανασυγκόλληση της φλύδας έφερνε νέα ορμή στο κλήμα, ωθώντας τις ρώγες της σταφίδας να μεγαλώσουν γρήγορα. Όσα κλήματα χαρακώνονταν είχαν τελικά ρώγες ως και τριπλάσιες σε μέγεθος από τα αχαράκωτα.

    Χαρακοψάλιδo: Ειδικό ψαλίδι που χρησίμευε για το χαράκωμα του κορμού στα κλήματα της σταφίδας. Είχε κυκλικές λάμες που έκλειναν σφικτά στο κέντρο τους τον κορμό και με μια περιστροφική κίνηση τον χάραζαν γύρω-γύρω μέχρι το ξύλο.

    Χαρακίνη: Χημική φυτοορμόνη, γνωστή ως καρπίνη ή χαρακίνη ή PCPA, πλέον απαγορευμένη.

    Χοντράδα: Κορινθιακή σταφίδα μεγάλης ρώγας.

    Χρίσιμο / χρίζω: Επίστρωση των αλωνιών με τη γλίνα πριν από το άπλωμα της σταφίδας.

    Ψαλίδα: Εργαλείο που χρησιμοποιείται στο χαράκι.

    Πηγές

    Συνεισφέροντες

    • Μιχάλης Καρβέλας
    • Νίκη Κωνσταντοπούλου
    • Αθανασία Τσουρέκη
    • Άννα Μαράντη
    • Λευτέρης …
    • Γεωργία Μαρδά
    • Γιώργος Ζησιμόπουλος

    This page is currently only available in the Greek language.