00:18:22

Άβυθος Αιγιαλείας

Ο Δημήτρης Καλογερόπουλος, γιος σταφιδεργάτη, έκανε το πρώτο του μεροκάματο σε ηλικία 7 ετών και το τελευταίο του στα 25. Στα 64 του πλέον αφήνει λίγο στην άκρη τον θεσμικό του ρόλο ως Δήμαρχος Αιγιαλείας και αφηγείται τις μνήμες και τα βιώματά του από τις δεκαετίες του ’60 και ’70 σχετικά με την καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας. Τα τραγούδια των εργατών στα καταράχια, οι αναπάντεχες αλλαγές του καιρού, η αξία των ζώων και οι ευνοϊκές συνθήκες για την καλλιέργεια και τη μεταφορά της σταφίδας, που δημιούργησαν οι τεχνολογικές εξελίξεις, είναι κάποιες από τις μνήμες στις οποίες ανατρέχει και μεταφέρει μέσα από τον λόγο του.  

Αφηγητής: Δημήτριος Καλογερόπουλος

Επεξεργασία ήχου: Σόφη Μουτάφη

Άκουσε την ιστορία

 

album-art

Διάβασε την ιστορία

Και οι λέξεις δάνειο και επιβίωση δεν είναι τυχαία στην σειρά που τις βάζω διότι η μεγάλη ψυχολογική αγωνία, τεράστιας σημασίας και βαρύτητας, ήταν να πληρωθεί το δάνειο και όχι να φάμε. Μάλιστα θυμάμαι τις εικόνες του βερεσέ. Δηλαδή δεν υπήρχαν χρήματα η οικογένεια να επιβιώσει και πήγαινε ο αγρότης στον μπακάλη και έπαιρνε βερεσέ με την προοπτική όταν πουλήσει το μοναδικό προϊόν [που καλλιεργούσε] που λέγεται σταφίδα να ξεχρεώσει και άρχιζε πάλι ένας κύκλος.

Με την πρόοδο του χρόνου και με την πρόοδο της κοινωνίας κυρίως δε με την πρόοδο των τεχνικών μέσων όλο και περισσότεροι αγρότες αγόρασαν κτήματα με αποτέλεσμα προς το τέλος της δεκαετίας του ‘80 ο κλήρος πια να είναι μοιρασμένος σχεδόν ισόποσα σε στρέμματα σε όλους τους γαιοκτήμονες. Αυτό κατά την γνώμη μου, γιατί συνέβη; Διότι οι μεγαλογαιοκτήμονες στην δεκαετία του ‘50 – ’60 έχοντας οικονομική άνεση λόγω της μεγάλης περιουσίας που είχαν και λόγο της μεγάλης παραγωγής, είχαν την δυνατότητα να πληρώνουν εργάτες γης. Και κατά την γνώμη μου, αλλά αυτό το υπογραμμίζω είναι εντελώς υποκειμενικό, μπορεί να είμαι και άδικος, τα παιδιά των αγροτών εργατών συμμετείχαν στην παραγωγή και στην αγωνία της ζωής. Τα παιδιά των μεγαλογαιοκτημόνων δεν ήταν ανάγκη να παλέψουν για την ζωή τους, αυτό όμως αλλαζομένων των συνθηκών του ‘70 και του ‘80 είχε δύο συνέπειες. Η μία [είναι] οι εργατικοί νεαροί γιοι των εργατών γης να έχουν μάθει να εργάζονται, επομένως να αποκτούν γη. Τα παιδιά των μεγαλογαιοκτημόνων δεν είχαν μάθει να εργάζονται και να αγωνίζονται διότι ο πατέρας τους, η μάνα ή η οικογένειά τους είχε πολλούς εργάτες. Όταν άλλαξαν οι συνθήκες και τα πράγματα δεν πήγαιναν πάρα πολύ καλά σε σχέση με την σταφίδα, γιατί η σταφίδα είναι ένα προϊόν που έχει μεν μία βάση σταθερής τιμής διαχρονικά αλλά έχει και πολλές μεταπτώσεις, πολλές παραλλαγές που σημαίνει πρακτικά ότι κάποιες χρονιές βγαίνει κάτι και κάποιες χρονιές μπορεί να μην βγαίνει. 

Εδώ θέλω να σημειώσω ότι υπάρχει το καλό και το κακό, δηλαδή το καλό είναι, όταν μάθει κανείς να εργάζεται σκληρά, η σταφίδα είναι ένα προϊόν που θέλει πάρα πολύ σκληρή δουλεία. Ιδιαίτερα την δεκαετία του ‘50 και του ‘60 που όλες οι εργασίες γινόντουσαν χειρωνακτικά. Ξεκίναγαν λοιπόν οι εργαζόμενοι στα κτήματα το πρωί με την ανατολή του ηλίου και σχεδόν τελείωναν με την δύση του ηλίου. Όμως, εδώ θέλω να πω κάτι. Κουρασμένοι πολύ, ακουγόντουσαν όμως στα καταράχια, τα λεγόμενα, τραγούδια. Τραγούδια εργατών που ερχόντουσαν από την Ρούμελη, κυρίως από το Μεσολόγγι, την Ναύπακτο, την Άρτα, την Λευκάδα, την Κεφαλονιά και από τα Καλάβρυτα. 

Κάνω εδώ μία παρένθεση για να πω ότι σήμερα με τα τόσα μέσα που έχουμε και με τόση άνετη εργασία, όχι μόνο δεν ακούμε σήμερα τραγούδια ποτέ, αλλά, ταυτοχρόνως, νομίζω, και αυτό πάλι είναι πολύ υποκειμενικό, ότι η τότε κούραση βοηθούσε να είναι καλά οι άνθρωποι και να έχουν λίγες απαιτήσεις για να είναι ευτυχισμένοι. Τέτοιοι ήταν οι αγρότες γης.

Τότε οι δουλειές γινόταν, όπως σας είπα, με χειρωνακτικό τρόπο και πολύ δύσκολα. Δούλευε όλη η οικογένεια. Εγώ, προσωπικά, ξεκίνησα το πρώτο μεροκάματο 7 χρονών και το τελευταίο ήταν όταν μπήκα στην δουλειά 25 χρονών. Βέβαια πρέπει να πω ότι σε αυτά τα χρόνια τα πολλά, την εικοσαετία σχεδόν, υπήρχε πολύ μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη που βοήθησε πάρα πολύ στην διευκόλυνση της καλλιέργειας της σταφίδας και την παραγωγή. Φύγαμε απ’ το ξινάρι, απ’ την αξίνα, δεν ξέρω πως την λέτε, και πήγαμε στην μηχανή στην σκαπτική μηχανή, την φρέζα την λεγόμενη. Μετά όμως πήγαμε και στην επικαθήμενη φρέζα. Σας λέω ένα παράδειγμα. Πρώτα ραντίζαμε με την ψεκαστική μηχανή χειρωνακτικά, φουσκωτό φανταστείτε, μετά βγήκε μηχανή που ήταν με μηχανολογικό τρόπο και φύσαγε αέρα και ράντιζε πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο γρήγορα. Όταν ξεκινάγαμε τον τρύγο, τα αλώνια, αλώνια είναι η γη επί της οποίας βάζαμε την σταφίδα, τα περνάγαμε με βουληθιά, βουληθιά ήταν τα απόβλητα των ζώων, τα οποία τα μαζεύαμε και τα στρώναμε στην γη, επί των οποίων βάζαμε την σταφίδα. Ήτανε μία δύσκολη δουλειά, αλλά τότε δεν είχε εφευρεθεί ακόμα να βάζουμε το χαρτί που παίρναμε από την χαρτοποιία, που εν τω μεταξύ έγινε και υπήρξε αυτή η εξέλιξη, και μετά ήταν τα πανιά. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, άλλο η βουληθιά στο αλώνι, άλλο το χαρτί και άλλο το πανί. Καταλαβαίνετε πόσο διαφορά έχει μόνο σε αυτό το παράδειγμα που σας λέω!

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι εγώ τα πρώτα κοφίνια σταφίδα που καβάλησα, 14 χρονών, τα πήγαινα περίπου ένα χιλιόμετρο στον ώμο. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι η σταφίδα έβγαζε ζουμιά και κόλλαγες όλος και όταν κόλλαγες ερχόντουσαν επάνω σου οι σφήκες και στο δρόμο έπρεπε να κρατήσεις το κοφίνι και να διώχνεις και τις σφήκες. Υπήρχε όμως ένας τρόπος. Να περάσεις με βουληθιά το κοφίνι, αλλά η βουληθιά εξαιτίας του ότι η σταφίδα είχε υγρασία απορροφούσε την σταφίδα και το κοφίνι γινόταν πολύ βαρύ. Άρα είχες να διαλέξεις ανάμεσα στις σφήκες και στο βάρος που κουβαλάς. Διάλεγες ανάλογα με τις δυνάμεις σου. 

Θα σας πω μόνο ότι μετά αντί μετά να τα κουβαλάμε τα κοφίνια παίρναμε ζώα. Είχαμε την δυνατότητα να πάμε στο παζάρι να πάρουμε ζώα. Μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα. Εγώ μάλιστα θα έλεγα ότι πιτσιρικάς έβγαλα και αρκετά χρήματα διότι είχαμε δύο άλογα και πήγαινα και στον ξένο και μετέφερα την σταφίδα. Επειδή όμως τα ζώα έγερναν και ήμουνα και κοντός είχα και μία φούρκα, ένα ξύλο φανταστείτε με δύο απολήξεις διαγώνιες, που πήγαινα από κάτω από το κοφίνι το γύριζα λίγο και μετά από εκατό μέτρα πάλι. Φανταστείτε, όμως, αυτό να το κάνεις ένα χιλιόμετρο. Πολλές φορές την ημέρα. Σε αυτές τις διαδικασίες λοιπόν μετά βρέθηκε το αγροτικό αυτοκίνητο αντί να τα κουβαλάς λοιπόν στον ώμο τα κουβαλάς μετά με τα ζώα και μετά με το αυτοκίνητο. Αυτό λέω ότι μετεξέλιξη υπήρξε στην τεχνολογία και στην διευκόλυνση της παραγωγής. 

Όταν τελείωνε ο τρύγος υπήρχε η φιλοσοφία να μην πέσει σπυρί κάτω και γιατί αυτό; Νομίζω δεν ήταν για την αξία της σταφίδας. Ήταν γιατί αυτό το σπυρί της σταφίδας είναι αυτό που λέμε χρυσάφι προϊόντος, το είχαν στην συνείδησή τους οι αγρότες να μην χάσουν τίποτα. Δεν τους περίσσευε και τίποτα και γινόταν σκοτωμός και τσακωμός αν κάποιου του έπεφτε ένα τσαμπί σταφίδα από το κοφίνι ή του έπεφταν κάποιες ρόγες ξερές από το κοφίνι. 

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι όταν υπήρξε ανάγκη που υπήρξε η ξερή σταφίδα, δηλαδή ο καρπός αλλά και το τσάγγανο, το κοτσάνι φανταστείτε, έπρεπε να ξεκαθαρίσει το κοτσάνι από την σταφίδα και περιμέναμε όλο το απόγευμα σε ένα καταράχι να φυσήξει για να ρίξουμε λίγο λίγο λίγο για να φύγει το ξερό και να πέσει η σταφίδα χωρίς να έχει τσίγγανα. Αργότερα βρέθηκε η μάκινα. Φανταστείτε όμως να κάνεις 15 τόνους σταφίδας και να περιμένεις από το πρωί μέχρι το μεσημέρι που έχει ήλιο, μέχρι τις μία δύο η ώρα να τρυγάς, από τη μία μέχρι τις πέντε να κρατάς ένα κοφίνι στα χέρια και να προσπαθείς, να παρακαλέσεις τον Αίολο να φυσήξει και αντιλαμβάνεστε τι μεγάλος αγώνας υπήρξε.

Θυμάμαι λέξεις όπως σας είπα η βουληθιά. Μου έλεγε ο παππούς μου επειδή τα άλογα τότε ήταν πιο πολύτιμα ίσως από τους ανθρώπους για την διευκόλυνση στην παραγωγή. Πιτσιρικάς, με όσα κιλά έχει ένας δεκάχρονος, ανέβαινα στο γαϊδούρι ή στο άλογο πισωγόμη – πισωκάπουλα, πίσω από το σαμάρι και με μάλωνε ο παππούς μου διότι κοψομέσιασα το γαϊδούρι και αύριο δεν θα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε σταφίδα. Και τώρα το λέω πολλές φορές στους συνεργάτες μου. Δεν θέλω να βοηθάς, ούτε να κουβαλάς, μην ανεβαίνεις πισωγόμη και σε κουβαλάω εγώ. 

Επίσης, η αγωνία που σας είπα να μην χαθεί σπυρί, που δείχνει την αξία της σταφίδας, η φιλοσοφία, η νοοτροπία να μην χαθεί τίποτα ήταν ότι όταν τελείωνε ο τρύγος, υπήρχε το λεγόμενο κοκολόι. Συνήθως οι πιτσιρικάδες της οικογένειας πήγαιναν με ένα μικρό κοφίνι, το λεγόμενο κανιστρέλι, και μάζευαν ότι είχαν ξεχάσει οι τρυγητές. Όσο και να σας φαίνεται παράξενο έμενε πίσω αρκετή ποσότητα διότι δεν το βλέπανε μέσα στην φούρια της δουλειάς και μένανε τσαμπιά και μένανε σταφίδες και μενανε ολόκληρα κλαριά από την σταφίδα με σταφίδες πάνω. Και η επιβράβευση ήταν όταν γέμιζες περίπου ένα λεγόμενο αλώνι, ήταν οχτώ επί τέσσερα το μονό αλώνι, όταν το γέμιζες το ένα αλώνι από το κοκολόι φανταστείτε πόσα χιλιόμετρα έκανες προσπαθώντας να τρυγήσεις τα τρυγημένα. Η επιβράβευση ήταν μία βόλτα με το άλογο ή  ένα τετράδιο για το σχολείο. Αυτό ήταν η επιβράβευση για αυτήν την αγωνία. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, νομίζω με ευκολία πια, ότι το κανιστρέλι, το μικρό κοφίνι δηλαδή, το κοκολόι, η βουληθιά, το πισωγόμι, η πινακωτή, πινακωτή ήταν μικρές από τάβλες φτιαγμένες κατασκευές που βάναμε πάνω την σταφίδα και ξεραινόταν αντί για το αλώνι, η τζιβιέρα, η σκιά που την κρεμάγαμε. Όμως, όλα αυτά έβγαζαν και μία αγανάκτηση για την σκληρότητα, της επιβίωσης, της ζωής και τα λοιπά. Το χειρότερο ήταν ότι όταν έχεις αυτή την παραγωγή η οποία ήταν διάσπαρτη, δυστυχώς δεν ήταν σε ένα σημείο, ότι πλέον είχες να κάνεις με τον Θεό. Γιατί; Γιατί αν είχες όλη αυτή την παραγωγή στην γη, κάτω, είναι εκτεθειμένη στο φυσικό φαινόμενο της βροχής ή πολλές φορές και του αέρα. Το χειρότερο είναι να είναι αέρας και βροχή μαζί που μερικές φορές τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβρη υπάρχουν. Τότε, έτρεχε όλος ο κόσμος, οι γείτονες και τα λοιπά, για να προλάβουν να σκεπάσουν την σταφίδα διότι στην δεκαετία του ‘60 και πριν τις αρχές του ‘70 τα πανιά, τα σκέπαστρα στα αλώνια, για να μην βρέχεται η σταφίδα και χαλάσει ήταν πάνινα. Μετά έγιναν νάιλον και έμπαινε ο ήλιος μέσα και έγινε πιο απλή η καλλιέργεια. Όταν όμως ήταν πάνινα και έβρεχε ήταν πολύ βαριά πια. Πολλές φορές έτρεχε η βροχή μέσα στην σταφίδα που σημαίνει ότι χάλαγε την μαζεμένη σταφίδα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι όταν έπιαναν μπόρες, οι απότομες μπόρες του καλοκαιριού, έπρεπε να τρέξεις να σκεπάσεις, θα προλάβαινες; Γιατί τότε δεν υπήρχαν τόσο εύκολα μετεωρολογικά φαινόμενα. Οι αγρότες καθόντουσαν με ένα ραδιόφωνο της εποχής. Δεν υπήρχαν ούτε τρανζίστορ. Και προσπαθούσαν να πιάσουν τον καιρό, αλλά και ο καιρός τότε δεν ανακοινωνόταν από τα μέσα της εποχής με ακρίβεια σχεδόν όπως σήμερα, αλλά και οι αγρότες όπως καταλαβαίνετε είχαν την αγωνία μήπως πέσει έξω η πρόβλεψη του καιρού.

Θα σας πω μόνο ένα γεγονός ίσως και ένα δεύτερο αν θέλετε μετά, αυτό που ξέρετε. 

Κάποια εποχή κοιμόμασταν έξω και είχαμε σε τρία ή τέσσερα σημεία, δεν θυμάμαι, σταφίδες και αλώνια μακριά το ένα από το άλλο τρία χιλιόμετρα, δύο χιλιόμετρα, πέντε χιλιόμετρα. Ήμουνα περίπου οχτώ με εννέα χρονών και με ξύπνησε ο πατέρας μου λέγοντας μου να πάρω το άλογο να πάω να σκεπάσω σε ένα σημείο με τον φακό. Δεν υπήρχανε ρεύματα και λοιπά. Πήγα λοιπόν στο σημείο τρέχοντας με το άλογο, το οποίο έδεσα σε ένα δέντρο και άρχισα πλέον να μαζεύω τα πανιά. Όμως ήμουνα μόνος μου. Όπως αντιλαμβάνεσαι είναι δύο πλευρές: ένα παιδί δέκα χρονών, τι να μαζέψει; Δώδεκα τέτοια πανιά οχτάρια επί τέσσερα; Πόση ώρα θέλει; Τι να κάνει; Πανιά πάνινα, βαριά και τα λοιπά. Για να μην σας τα πολυλογώ ήμουνα μόνος μου και τα τράβηξα, πότε από την μία, έτρεχα από την άλλη και πάλι από την αρχή και τα λοιπά. Στο τέλος είχαμε και μία σκιάδα, φύσαγε όμως. Τα σκέπασα, δεν έβλεπα να τα δέσω. Το φοβερό που θυμάμαι ήταν ότι είχε πιαστεί ο φακός στο δόντι μου, γιατί έπρεπε τα δύο χέρια να δουλεύουνε, άρα που θα έχεις τον φακό να βλέπεις; Και τον είχα στο δόντι μου εδώ, συνεχώς έτσι, (δείχνει με το χέρι του κρατώντας ένα στυλό) ώσπου όταν τελείωσα πιάστηκε και το στόμα μου και ο λαιμός μου. Πήγα λοιπόν αμέσως μετά στην σκιά, είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει σχεδόν, όχι ήλιος. Και ανέβηκα στην σκάλα να πάω να ρίξω το πανί, την μπάντα την λεγόμενη, στην σκιά. Όμως ο αέρας ήταν τόσο μεγάλος που με γκρέμισε και εμένα και το πανί. Έφυγε! Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Τέλος πάντων, τα κατάφερα.

Εδώ έρχεται ένα γεγονός που θα τονίσει και την αγωνία της εποχής για την επιβίωση όπως την έζησα εγώ προσωπικά. Όταν είχα τελειώσει και είχα κάνει σχεδόν όσο μπορούσα καλύτερα την δουλειά, άρχισα να σκέφτομαι ότι φοβάμαι. Ήτανε νύχτα, ήμουνα στην ερημιά. Αν δεν υπήρχε αυτή η υποχρέωση απέναντι στην οικογένεια να επιβιώσει, όπως στην συνείδηση μου την είχα εγώ, θα φοβόμουν αφού ήμουνα δέκα χρονών παιδί. Όμως δεν φοβόμουνα γιατί προείχε το συμφέρον και η επιβίωση της οικογένειας. Όταν λοιπόν τελείωσα όλη αυτή την διαδικασία με κόπους αντιλαμβάνεστε, κατάκοπος γιατί τέσσερις ώρες αγωνίας. Θυμάμαι τα μάτια μου από τον ιδρώτα δεν δούλευαν, δεν έβλεπαν τίποτα, σκοτάδι, αέρας, βροχή. Φοβήθηκα πια! Που είμαι; Συνειδητοποίησα ότι τελείωσα και φοβήθηκα! Και συνέβη το εξής: το ‘βαλα στα πόδια γιατί φοβόμουνα και ξέχασα το άλογο. Πήγα στο αλώνι τρέχοντας. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε νομίζω σας περιέγραψα, όσο μπορούσα, με καλύτερα λόγια και πιο γλαφυρά, ένα γενικότερο πλαίσιο  λειτουργίας μιας οικογένειας σταφιδά την εποχή του ‘60 προς το ‘70.

Προτεινόμενες ιστορίες