00:03:50

Αμαλιάδα Ηλείας

Ο Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος, 51 ετών, ανασύρει μνήμες από τα καλοκαίρια και την περίοδο του τρύγου της μαύρης σταφίδας. Στη μνήμη του ανακαλούνται πτυχές του παιδικού του εαυτού και της συναναστροφής με τις οικογένειες που έρχονταν από άλλες περιοχές για να εργαστούν στα κτήματα, και αναδύεται η μυρωδιά από τα πανιά που χρησιμοποιούνταν για την αποξήρανση της σταφίδας. Μεγαλώνοντας έγινε και ο ίδιος καλλιεργητής, δεν το συνέχισε όμως και σήμερα είναι γιατρός στην Σύρο.

Αφηγητής: Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος

Ερευνητής: Χρήστος Κόλλιας

Επεξεργασία ήχου: Σόφη Μουτάφη 

Άκουσε την ιστορία

 

album-art

Διάβασε την ιστορία

Μετακομίζανε τότε από τα ορεινά χωριά της Ηλείας, ερχόντουσαν οικογένειες που δεν είχαν τότε τη δυνατότητα αυτή να καλλιεργήσουν γιατί δεν είχανε κάμπο. Δεν είχαν χωράφια μεγάλα και αν είχαν θα είχαν κάτι πολύ μικρό. Εγώ θυμάμαι τότε, λοιπόν, ότι κάθε χρονιά ερχόντουσαν και καθόντουσαν τουλάχιστον δύο μήνες οικογένειες ολόκληρες και καθόντουσαν όπου βρίσκανε ή σε σπίτια ή στο προαύλιο του σχολείου, οπουδήποτε, για το μεροκάματο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν άλλοι άνθρωποι. Και μ’ άρεσε γιατί ήταν συνέχεια με το καλαμπούρι. Πώς λέμε θέρος-τρύγος-πόλεμος! Στον τρύγο γινότανε τουλάχιστον μία γιορτή, καθημερινή. Τρυγάγαμε τουλάχιστον  μία βδομάδα ίσως και παραπάνω για να τελειώσει ο τρύγος. Εκείνο ήταν το καλύτερο μου! Γιατί; Γιατί φωνές, κακό, μιλάμε… Αυτοί οι κουβαλητές, έτσι; Κουβαλητές ήταν τρεις άντρες, έτσι, μετά είχες άλλους δύο. Για τον κάθε κουβαλητή υπήρχαν δύο γυναίκες που τρυγάγανε, που τρυγούσαν να το πω με τον σωστό τρόπο. Και μ’ άρεσε αυτό γιατί κάποια στιγμή μέχρι να ξεκινήσεις κανένας δεν ήξερε τι γίνεται ας πούμε. Εγώ τουλάχιστον, αυτοί ξέρανε. Και μ΄ άρεσε όλος αυτός ο αλαλαγμός που γινότανε, αυτή η φασαρία, έτσι, η πρωινή δροσιά που είχε το χωράφι την ώρα που πρωτοπήγαινες. Ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να τους συντονίσει, να δώσει σε όλους από ένα μαχαίρι, να κόβει το τέτοιο, να φέρει τα κοφίνια, τις καρδάρες. Οι καρδάρες είναι ένα, τοπικό προσωνύμιο σε αυτό το, πως να το πω, στον κουβά που κρατούσε κάθε γυναίκα για να μπορέσει να μαζέψει μια ποσότητα, να το ρίξει μέσα στο κοφίνι και μετά να πάει στο αλώνι. Πολλά, πολλά. 

Για ένα παιδί δέκα χρονών δεν είχα μυαλό τότε να σκεφτώ τι είναι η σταφίδα. Αυτό δεν το σκέφτηκα ποτέ. Για μένα η σταφίδα τότε ήτανε μία δουλειά που έπρεπε να γίνει. Που έπρεπε να γίνει, γιατί μην πω ότι ήτανε, είχε επιβληθεί να γίνει από τον μπαμπά, τον πατέρα μου. Δηλαδή, αν δεν το κάνουμε, τι θα κάνουμε; Τί θα φάμε; Έτσι; Ήτανε έτσι ο θεσμός, ήτανε έτσι η… Δηλαδή ήτανε η νοοτροπία της οικογένειας ότι αυτό πρέπει. Αυτό καταλάβαινα ως (παιδί) δέκα χρονών. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι την αγαπάω. Μ’ αρέσαν οι επιμέρους να πω, έτσι, θύμησες και τότε το επιθυμούσα από καλοκαίρι σε καλοκαίρι. Δηλαδή, να πάω, να φτιάξουμε τα πανιά, μ’ άρεσε πάρα πολύ. Να φτιάξουμε το αλώνι. Μ’ άρεσε πάρα πολύ. Η μυρουδιά. Αυτό που είχε δηλαδή, που μου βγαζε και περισσότερο στον παππού μου. Ο παππούς μου ήταν πιο οργανωμένος κάποτε. Είχε δηλαδή πανιά που ήτανε λευκά σαν χιόνι. Ήταν τριάντα χρονών πανιά! Και μ’ άρεσε όπως τα ξετύλιγε η γιαγιά μου τότε για να τ’ απλώσουνε, για να τα βάλουνε για δύο μήνες όσους χρειαστεί, έναν μήνα, έτσι, πόσο χρειάζεται ας πούμε, να είναι στεγνό το αλώνι έτσι γιατί έπρεπε να απλωθεί πολύ πριν. Αν έβρεχε λίγο πριν δεν μπορούσες να απλώσεις, έτσι; Αυτά είναι λεπτομέρειες. Αλλά μ’ άρεσε αυτό που έβλεπα, γιατί είχανε κάτι λευκά πανιά, όπως σου είπα πριν, και καθόμουνα εγώ και ξάπλωνα πάνω τους ήταν λες και τα ‘χες περάσει εκείνη την στιγμή με απορρυπαντικό. Ήταν τόσο ωραία και ευωδιαστά. Μια μυρουδιά ξεχωριστή, ας πούμε έτσι. Και μ’ άρεσαν αυτά. Ή την ώρα που την τρίβαμε τη σταφίδα, για να μαζευτεί πρέπει να τριφτεί με αυτό, το γράβαλο, το λέγαμε εμείς τότε. Τότε που τη μαζεύαμε κοφίνι κοφίνι. Αυτή είναι η (εμπειρία) που θυμάμαι εγώ από χρονιά σε χρονιά. Και πολλά άλλα. Έτσι; Η αγάπη έρχεται με αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή δουλεύεις μέσα σε ένα θέμα, σε μια καλλιέργεια που λέγεται σταφίδα και την αγαπάς σιγά σιγά. Δεν θα ευκολύνει ποτέ! Δηλαδή, δεν ήταν ότι μια χρονιά τη βγάλαμε τεμπέλικα και την άλλη τη βγάλαμε ζοριστά. Όχι, η δουλειά ήτανε ίδια.

Προτεινόμενες ιστορίες