00:01:59
Αίγιο
Άκουσε την ιστορία
Διάβασε την ιστορία
Έτσι ήταν το σύστημα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά! Ο πατέρας! Ο πατέρας μέχρι τελευταία δεκάρα. Μόλις τελείωνες, θα πας απάνω, θα τα μετρήσεις. Ντάγκα, ντάγκα. «Πόσα μεροκάματα είχες; Τόσο επί τόσο.». Και αν έλειπε και κάνα πενηντάρι «Τί το καμες; Πού το πήγες το πενηντάρι;». Τα λεφτά τα φέρναμε μέχρι 25-26 (χρονών) ήταν υποχρεωτικό να τα δώσεις στον πατέρα, αφού ήταν μεγάλη οικογένεια. Εγώ ήμουν αρχηγός στα αδέρφια μου. Τα φέρνανε όλοι μόλις τελειώνανε. Μου έλεγε ο μεγαλύτερος «Δω (Δώσε) μου ένα πενηντάρι, θέλω να πάω στο πανηγύρι στην Κουνινά». Ε, θα πάρει ένα πενηντάρι. Ή ήθελε να πάρει ρούχα για τα παιδιά του ή να πάρει παπούτσια. Πήγαιναν σχολείο δύο τρία. Όλα αυτά τα πράγματα ήταν εις βάρος μας. Οι γέροι, οι γονείς μας, δεν είχαν ιδέα, τίποτα, για το που θα πας. Το πρώτο παιδί τα πλήρωνε όλα. Ήμουν εγώ, ήμουν υποχρεωμένος από 16 χρονών να ταΐσω την οικογένεια. 16 χρονών ενάλαβα! Να πάω να ψωνίσω, να πάω να φέρω αλεύρι, να πάω να φέρω για τα κορίτσια φουστάνια, φορέματα, παπούτσια για τα μικρά παιδιά. Πήρα νωρίς την ευθύνη!
Να το πω ή να μην το πω;
Κάναμε χωράφι με τον πατέρα μου. Εσπέρναμε τον Μάη μήνα. Επήγα γράφτηκα και ήρθε ο χωροφύλακας και μου έφερε το χαρτί ότι «Φεύγεις για την Γερμανία! Να πας να περάσεις από επιτροπή». Να περάσω από επιτροπή. Μου λέει ο γέρος: «Δεν θα φύγεις!». Ο πατέρας μου, δεν ήταν γέρος. «Θα φύγω». «Δεν θα φύγεις, θα πεθάνω» μου είπε. Η λέξη η δικιά μου ήταν: «Πέθανε και εγώ κοντά θα ‘ρθω, φεύγω». Τόσο πιεσμένη δουλειά. Κατάλαβες τί γίνεται; Πιεσμένη. Πήγαινες στην Κουνινά για μεροκάματο. «Α, ο αρβανίτης». Μας είχαν αρβανίτες βγάλει. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου. Πώς να στο πω δηλαδή; Από τέτοια πράγματα». Είπα: «Και στην φωτιά να με ρίξουν εγώ θα φύγω!».