00:05:04

Γαργαλιάνοι Μεσσηνίας

Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ο Παναγιώτης Ντεμερούκας, 76 ετών, αφηγείται τον τρόπο ζωής του ως εργάτης σε καλλιέργειες μαύρης σταφίδας. Η εργασία ξεκινούσε από μικρή ηλικία, δεδομένης της ανάγκης που υπήρχε για προσφορά με κάποιον τρόπο στην οικογένεια. Μεγαλώνοντας οι δουλειές άλλαζαν. Ως νεαρός άντρας ο κ. Παναγιώτης είχε αναλάβει τον ρόλο του «γερού εργάτη» και κουβαλούσε τα κοφίνια με τις σταφίδες διανύοντας πολύ μεγάλες αποστάσεις κάθε μέρα φορτωμένος. Τα καλοκαίρια στον τρύγο έρχονταν και πολλοί εργάτες από άλλα μέρη, πιο φτωχικά. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν να φορέσουν παπούτσια και έφτιαχναν αυτοσχέδια από λάστιχα αυτοκινήτου τα οποία και έδεναν με σύρμα, για να μπορούν να πατάνε «χάμω» και να κάνουν τη δουλειά. 

Αφηγητής: Παναγιώτης Ντεμερούκας

Επεξεργασία ήχου: Σόφη Μουτάφη

Άκουσε την ιστορία

 

album-art

Διάβασε την ιστορία

Εγεννήθηκα το 1945 από αγροτική οικογένεια. Από τον παππούλη στον παππούλη μου και τον πατέρα μου το ίδιο. Και συνέχισα και εγώ το ίδιο επάγγελμα. Ο πατέρας μου είχε ένα μουλάρι, που εγώ απάνω στο μουλάρι γεννήθηκα ένα καλοκαίρι, 20 Σεπτέμβρη, μες στο κτήμα και πιάσανε την μάνα μου οι πόνοι και την νύχτα την έβαλε πάνω στο μουλάρι για να την φέρει απάνω στην πολιτεία. Συγκινούμαι τώρα. Και στον δρόμο την πιάσανε οι πόνοι και γέννησε πάνω στο μουλάρι. 

Τα χρόνια τότε ήταν πολύ δύσκολα, πολύ φτωχικά και κουραστικά. Από μικρά παιδιά, από ανάγκη δηλαδή, έπρεπε να προσφέρουμε. Θέλεις με τα ζωντανά που είχαμε, θέλεις με κάποια δουλειά. Το καλοκαίρι με τις σταφίδες που τρυγάγανε, πηγαίναμε και βοηθάγαμε σε αυτούς που είχαν τα κτήματα και παίρναμε κάποια λεφτά δηλαδή και μετά όταν μεγάλωσα έκανα τον πιο γερό εργάτη. Κουβάλαγα τις σταφίδες με κάτι κοφίνια, κοφίνες τα λέγανε, τη οποία την κάνανε την δουλειά αυτή οι νέοι πιο πολύ, σαν τύπου εγωισμό, ότι ο τρύγος ήταν γυναικεία δουλειά, τρυγάγανε οι γυναίκες, ή οι αδύναμοι, οι πιο γέροι. Εμείς οι νέοι κάναμε τον κουβαλητή, είχαμε καλύτερο και ακριβότερο μεροκάματο λίγο. Κουραστική δουλειά, πολύ κουραστική δουλειά και σε ορισμένα σημεία που ήταν η απόσταση μακριά από τα αλώνια, τα αλώνια είναι οι χώροι μες στο χωράφι, στην άκρη του χωραφιού που τα είχαν φτιάξει οι παραγωγοί μελετημένα, σε περίπτωση πλημμύρας-νεροποντής μεγάλης να μην πλημμυρίσουν η σταφίδα, με ξύλα πάνω, με δοκάρια για να πήγαινε το νάιλον, οτιδήποτε, κουβέρτες είχαμε τότε και σκεπάζανε σε περίπτωση βροχής, γιατί και τον Αύγουστο μήνα που τρυγάγαμε πολλές φορές έβρεχε και άμα βραχεί η σταφίδα χάλαγε.

Εδώ η πλατεία μας γέμιζε από εργάτες που ερχόταν από της Τρίπολης τα μέρη από άλλους νομούς, με λίγα λόγια, πιο άγουρους και την εποχή αυτή δεν είχαν δουλειές. Και ερχότανε και ειδικά άμα έβρεχε ημέρες και δεν είχαν δουλειά και δεν είχαν και αυτοί να αγοράσουν. Και ο Δήμος εδώ τους έδινε σαν συσσίτιο για να μην φύγουν. Και θυμάμαι και το άλλο, την εποχή αυτή, ότι ορισμένοι εργάτες από αυτούς, τα παπούτσια τους ήταν από σαμπρέλα λάστιχο, τα κόβανε από κάτω και με σύρμα τα δένανε και πατάγανε χάμω. Θυμήθηκα στους δρόμους κάτω που πηγαίναμε, για να πάμε (στο κτήμα) έβλεπες πήγαιναν εργάτες, τώρα δέκα εργάτες για να πάνε να σκάψουν, αυτοί οι ξένοι. Έβλεπες ορισμένοι είχαν, η σόλα, δηλαδή, του παπουτσιού τους ή το άρβυλο ήταν από λάστιχο. Από λάστιχο αυτοκινήτου δηλαδή. Αυτοί μέναν σε χώρους όπως το Γυμνάσιο. Το Γυμνάσιό μας εδώ είχε έναν χώρο μεγάλο, ένα προαύλιο που παίζαν και ποδόσφαιρο, είχε σαν γήπεδο. Καλοκαίρι δε, τους έβαζε εκεί ο Δήμος και τους έδινε και κοιμόνταν έτσι, δηλαδή στο ύπαιθρο, με καμιά κουβερτούλα. Καλοκαίρι ήταν. Ναι, έτσι γινόταν. Θυμάμαι δύο σεζόν. Τον Φλεβάρη μήνα με το σκάψιμο και τον Αύγουστο μήνα που αρχινάγε ο τρύγος, κατά τις 10 Αυγούστου ξεκίναγε ο τρύγος ή αρχές Αυγούστου, ερχόντουσαν πολλοί εργάτες. 

Για να ‘πιανες δουλειά σε ένα μεγάλο αφεντικό που είχε πολλές (σταφίδες), μία εβδομάδα φερειπείν, δέκα μέρες, εκεί έπρεπε λιγάκι να βάλεις κάποιο, κάποιον άλλον που γνώριζε το αφεντικό για να σε πάρει να δουλεύεις δέκα μέρες συνεχόμενα. Και έτσι γινόταν η δουλειά, ο τρύγος. 

Εκτός από τη σταφίδα την Κορινθιακή την μαύρη, εμείς φτιάχναμε και σταφίδα, και ο κόσμος δηλαδή αυτοί που είχανε που ασχολιόταν είχανε και άλλης ποιότητας. Δηλαδή αμπελίσια, αυτά τα σταφύλια που ήταν πιο χοντρά, τα οποία αυτά με χοντρή ρώγα, σαμιώτικα λεγότανε, κάτι σταφύλια μία ποικιλία. Το οποίο ήταν μαύρη, πιο μεγάλη από τη σταφίδα τη μικρή αυτή, πιο μεγάλη. Πώς είναι η σουλτανίνα; Και ακόμα σήμερα την τρώμε δηλαδή. Ορισμένοι που είχανε καλά κτήματα που διαλέγανε, μας φίλευε κανένας γνωστός, ήτανε πολύ ωραία. Που τα είχε διαλέξει δηλαδή, ρε παιδί μου, από κάποιο κομμάτι ξέρω ‘γω, κάποιο αλώνι που ήταν χοντρή και μας φίλευε δηλαδή μια (σταφίδα). Εγώ την έτρωγα με τη χούφτα. Με τη χούφτα!

Προτεινόμενες ιστορίες