00:04:19

Δάφνες Αιγιαλείας

Η Πηνελόπη Χριστοπούλου, 79 ετών, είναι κόρη καλλιεργητή μαύρης σταφίδας και μετέπειτα καλλιεργήτρια και η ίδια. Κατά την περίοδο του τρύγου έρχονταν εργάτες από άλλα μέρη της Ελλάδας, κυρίως από τα Καλάβρυτα, την Τρίπολη και τη Ρούμελη. Οι εργάτες ήταν άνθρωποι φτωχοί, συνήθως χωρίς υπάρχοντα. Οι καλλιεργητές τούς φιλοξενούσαν στα σπίτια τους ή σε άλλα μέρη, όπως για παράδειγμα η αυλή κάποιου σχολείου, τους φίλευαν και αυτοί δούλευαν από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. Στα διαλείμματα, αν και κουρασμένοι, έπιναν κρασί και τραγουδούσαν. Δουλειά πολλή, αλλά έπρεπε να δουλέψουν και να προσέξουν το κτήμα τους. 

Αφηγήτρια: Πηνελόπη Χριστοπούλου

Ερευνητής: Αντώνης Πολυδώρου

Επεξεργασία ήχου: Σόφη Μουτάφη 

Άκουσε την ιστορία

 

Διάβασε την ιστορία

Ερχόσαντε εργάτες από άλλες περιοχές. Καλαβρυτινοί, Τριπολιτσιώτες, Ρουμελιώτες, από εκεί, ερχόσαντε ο κόσμος. Ήτανε φτωχοί στα χωριά και δεν είχανε τίποτα, γίδια φυλάγανε. Κι ερχόσαντε εκεί πέρα και δουλεύανε. Και ήτανε πολύς ο κόσμος τότε. Άλλος είχε 10 εργάτες, Εμείς πέρναμε 7-8 εργάτες. Δεν έσκαβα εγώ με τους εργάτες, αλίμονο. Εμείς ότι κάναμε το κάναμε μόνοι μας οι αγρότες, ότι έμενε μόνοι μας. Και καθόσαντε και σκάβανε. Τους είχαμε στο σπίτι, τους ταΐζαμε, κοιμόσαντε, τους είχαμε ρούχα. Απ’ τη Ρούμελη τί να φέρει ο άλλος; Να φέρει μία κουβέρτα; Τί να φέρει; Τίποτα δεν είχανε. Ήταν τελείως φτωχοί αυτοί, τελείως φτωχοί. Τίποτε δεν είχαν οι άνθρωποι, ήσαντε φτωχοί.

Έσκαβαν όλη μέρα και περνάνε 20 δραχμές και για να πάρεις ένα τζιν παντελόνι το ‘50, το ‘56 πού βγήκαν τα τζιν ύστερα από την Αμερική. Η μόδα αυτή ήρθε από πέρα, αυτοί που μας αγαπάγανε πολύ τότε μας φέρανε και παντελόνια. Διαφημίσεις, κατάλαβες; Λοιπόν, έπρεπε να σκάψεις μία εβδομάδα συνέχεια, 20 δραχμές την ημέρα, και το παντελόνι είχε 80 δραχμές. Να σκάβεις μία εβδομάδα με το ξυνάρι να καντήλιαζουν τα χέρια σου, εδώ τα δικά μου τα χέρια είναι μέσα τα βλέπεις (δείχνει τα χέρια της) από αυτό το πράγμα είναι μέσα (στις καντήλες) βγήκαν οι μηχανές και ησυχάσαμε. Να συγχωρεθεί ο πατέρας τους και η μάνα τους σε αυτούς που βγάλαν τα μηχανήματα. Το μηχάνημα όταν ξέρεις και το δουλεύεις είσαι κύριος. Κύριος, δεν είσαι αγρότης, είσαι κύριος. Εμείς μετά, ε, καθόσαντε αυτοί δέκα μέρες δεκα πέντε (μέρες) ερχόσαντε στον τρύγο πάλι οι ίδιοι εργάτες. Αν δεν ερχότανε ένας βρίσκαν έναν άλλον αυτοί από το χωριό τους και μας φέρνανε. Ερχόσαντε και Καλαβρυτινοί. Πολλοί Καλαβρυτινοί ερχόσαντε και αυτοί όλο πίνανε πολύ κρασί και τραγουδάγανε. Όλο τραγούδια ήσαντε αυτοί. Ήσαντε καλοί άνθρωποι. Ήσαντε φτωχοί αλλά ήσαντε καλοί. Δεν κλέβανε, δεν βρίζανε, ότι και να του έλεγες δεν σου λεγε τίποτα ή φτιάξ’ το έτσι ή κάντο έτσι. Εκεί μαζεύαμε το χώμα εμείς και το κάναμε ένα κουτρούλι που λέγανε δεν το αφήναμε κάτω γιατί όταν έβρεχε γινόταν ένα ίσωμα και δέ ματασκαυότανε απ τη βροχή.

Εμείς είχαμε δέκα, στην αρχή αρχή είχαμε δώδεκα στρέμματα μετά κάναμε μία αγορά άλλα είκοσι πέντε στρέμματα και τα πήγαμε εκεί που τα πήγαμε αλλά η σταφίδα δεν είχε τιμή η σταφίδα. Η ζάχαρη είχε 3 (δραχμές), είχε 7 δραχμές το στάρι, το φαγητό, όλα, το ρύζι, ξέρω γω, τα προϊόντα απ’ τό μπακάλικο, να πας να πάρεις, ήταν ακριβά. Είχε η σταφίδα 3 δραχμές. Επί Καραμανλή 3 δραχμές είχε η σταφίδα. Τα θυμάμαι εγώ γιατί ήμουνα 15-16 χρονών τότε και 1 κιλό ζάχαρη είχε 7 δραχμές (το σκέφτεται ξανά) είχε 4 δραχμές και το μεροκάματο να έχει 20 δραχμές. Βάλε εσύ ένα εικοσάρι την ημέρα. Κρέας να πάρεις; Εμείς είχαμε ζωντανά δικά μας. Σφάζαμε κατσίκια, αρνιά, πράματα. Κάναμε τυρί μόνοι μας. Είχαμε τέσσερα – πέντε ζωντανά, δύο προβατίνες, δύο γίδες. Μέχρι που άρχισε σιγά-σιγά  η κατάσταση να βελτιώνεται και για αυτό ζήσαμε κιόλας μέχρι εκεί. Αλλά δουλέψαμε σκύλινα και οβρέικα. Εμένα τα χέρια μου έχουνε μέσα καντήλες. (Δείχνει τα χέρια της) Εδώ πέρα, τα βλέπεις πώς είναι; Να τα! Τα βλέπεις; Να μην σκάβω, να μην σκάβω. Δουλειά πολλή. Όταν δε δούλευες και παράταγες το κτήμα, σε παράταγε και αυτό. Έπρεπε το κτήμα να είναι περιβόλι όταν έμπαινες να τρυγήσεις, να μην έχει μέσα αγκάθια, να μην έχει χορτάρια, να μην έχει το ένα, να μην έχει το άλλο. Να ρεντάς τις ακρίδες να μη σου φάνε τα μάτια όταν ανοίγουν τα κλήματα. Έχει μεγάλη ταλαιπωρία το κτήμα, πολύ μεγάλη ταλαιπωρία. Και ένας καιρός άμα μας βοηθήσει, όλα αυτά τα κάνουμε μόνοι μας, ένας καιρός άμα βοηθήσει, θα βγει παραγωγή πέρα. Δεν βοηθήσει ο καιρός, ότι και να κάνεις θα έρθει η ώρα και θα το χάσεις!

Ο πιο βασανισμένος λαός είμαστε εμείς οι αγρότες, αλλά δεν έχουμε και ανάγκη κανέναν!

Προτεινόμενες ιστορίες