00:04:01

Κουνινά Αιγιαλείας

«Από ήλιο σε ήλιο» δουλεύανε για να παραχθεί το σημαντικότερο προϊόν της Αιγιάλειας, η μαύρη σταφίδα. Όπως διηγείται ο Αλκιβιάδης Κατσιδήμας (78 ετών), αν ασχολείται κάποιος από μικρός, την αγαπά, παρά την κούραση, τη στεναχώρια και την έλλειψη δίκαιης ανταμοιβής από αυτήν. Μέσα από τα μάτια και τη φωνή ενός παραγωγού που μεγάλωσε κάτω από το κλήμα πραγματοποιείται ένα ταξίδι στον 20ο αιώνα. 

Αφηγητής: Αλκιβιάδης Κατσιδήμας

Ερευνητής: Αντώνης Πολυδώρου

Επεξεργασία ήχου: Σόφη Μουτάφη

Άκουσε την ιστορία

 

album-art

Διάβασε την ιστορία

Τί είναι η σταφίδα για μένα; Κατ’ αρχήν μεγάλωσα κάτω απ’ το κλήμα. 

Ερευνητής: Πάθος; 

Είναι από πάθος, τι να σου πω δηλαδή; Το ‘χω αγαπήσει αυτό το προϊόν, γιατί το καλλιέργησα από μικρός. Το 1957 πήρα το πρώτο μου μεροκάματο. 10 δραχμές και ράντιζα με την ψεκαστήρα της πλάτης. 

Ερευνητής: Και από τι ώρα ξεκινάγατε; 

Από τον ήλιο που έσκαγε, ο ήλιος, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Τέτοια εποχή αρχίζαμε και χαρακώναμε με την ψαλίδα. Το χαράκι γινόταν αυτό για να κοπεί η υγρασία που ανέβαινε πάνω στο κλήμα, να μην κρατήσει, και έπρεπε να το χαρακώσουμε κάπου να κοπεί η υγρασία, η δύναμη αυτή.

Η ποιότητα καθοριζόταν ως εξής. Παλαιά τη σταφίδα την μαζεύαμε και την κοσκινάγαμε και περιμέναμε να φυσήξει με το ταψί, με το κανιστρέλι, να κάνουμε έτσι να φυσήξει να πάρει τα τσίγγανα [κοτσάνια]. Δεν την έπαιρναν αν είχε τσίγγανο μέσα η σταφίδα. Και μετά κάποιος σταφιδέμπορας, Χρυσικόπουλος λεγόμενος, καταγότανε από την Κουνινά από εδώ, πήγε στην Πάτρα σε έναν μηχανικό και κατασκεύασε μια κοσκίνα. Η πρώτη κοσκίνα που έπιασα την σταφίδα ήταν από λαμαρίνα, από τσίγκο, και ήταν τρυπημένη και την βάζαν εκεί και δεν είχαν πώς να την κουνήσουν; Μηχάνημα δεν υπήρχε. Την κρεμάγανε σε ένα δέντρο που είχαν απ’ έξω από το σπίτι τους και κουνάγαν κουνάγαν και κοσκινάγαν και έπεφτε η καλή κάτω και η άλλη σταφίδα δεν την έπαιρνε κανένας. Ή την έπαιρναν για ζωοτροφές αν ήταν καλή ή για ξύδι ή οινόπνευμα. 

Το να παραδώσεις σταφίδα τότε ήτανε σαν να πούμε τώρα να περάσεις ένα στρατοδικείο. Έτρεμε ο παραγωγός. Δεν ήξερε πως θα την ταξινομήσει ο έμπορας. Θα την βάλει τρεχούμενα, θα την βάλει σκιά, θα την βάλει ήλιο, θα την βάλει βάση αναλύσεως που μπορεί να στην πετάξει τελείως έξω μη εμπορεύσιμη; Είχε πολλές κατηγορίες. Ο παραγωγός πέρναγε μεγάλη στεναχώρια μεγάλα βάσανα. Δεν τον ένοιαζε τόσο το κλέψιμο, όσο τον ένοιαζε που θα την πάρει και μήπως δεν του την πάρει. Τη σταφίδα τη δίναμε τότε 1,5 δραχμή. 1,40 (δραχμές). Ο έμπορας έκανε τα δικά του. «Δεν συμφωνήσαμε αυτή την τιμή». «Το δείγμα που μου έφερες για την σταφίδα δεν είναι το ίδιο με αυτό που έφερνες!». Έβρισκε διάφορα τερτίπια να σε βγάλει έξω να στην πάρει τζάμπα τη σταφίδα. Είναι μη εμπορεύσιμη, είχαν αυτή τη λέξη. Μη εμπορεύσιμη. Ε, παρακαλούσαμε από δω, βρίσκαμε τον μεσίτη του έμπορα και σου ‘λέγε «Έλα, θα την πάρουμε μωρέ. Θα την πάρουμε. Δεν θα την πας πάλι στο χωριό!». Με τί να τη φέρει τη σταφίδα στο χωριό ο κόσμος; Η μεταφορά της σταφίδας μέχρι το 1950 σε ορισμένα χωριά ήταν πάρα πολύ δύσκολη.

Για την σταφίδα στα δέκα χρονιά άντε να πάνε τρεις (σοδειές) καλές. Οι άλλες είναι βασανισμένες, η μια από το εμπόριο, από την ποιότητα, οι καιρικές συνθήκες. Εξαρτάσαι και από τις καιρικές συνθήκες αν την βγάλεις την σοδειά σου πέρα, άμα ο καιρός δεν σε βοηθήσει μένεις σε ένα πάγιο χρέος στις τράπεζες και στις εταιρείες που δεν μπορείς να ανταποκριθείς στο τέλος.

Εγώ έβαλα πάλι σταφίδα, αφού ξεράθηκε. Με δικά μου έξοδα. Είπα να φτιάξω για την τιμή των όπλων, που λένε, δέκα στρέμματα. Έτσι να ‘ζω. Γιατί τα έχω αγαπήσει, τα ‘χω φυτέψει και τα φυτεύω κάθε μέρα και ασχολούμαι. Και στεναχωριέμαι που οι νέοι λένε «Α, θα ασχοληθώ με σταφίδα!». Ρε φίλε, με τι να ασχοληθείς;

Ξέρετε, μία στατιστική που βγήκε για τη σταφίδα έρχεται το δεύτερο προϊόν ανά στρέμμα σε ώρες. Η σταφίδα φτάνει 90 ώρες ανά στρέμμα. Για να το καλλιεργήσεις ένα στρέμμα σταφίδα μέχρι να το παραδώσεις στον έμπορα θέλει 90 ώρες.

Η σταφίδα είναι ένα προϊόν που όταν έχεις ασχοληθεί από μικρός το αγαπάς πλέον, δεν το εγκαταλείπεις. Γιατί μας έδωσε ψωμί και φάγαμε, παρόλο τη στεναχώρια, παρόλο ό,τι και όσα περάσαμε, ακουμπάγαμε κάπου, σε ένα κλήμα, το χαϊδεύαμε. Την αγαπήσαμε πλέον, ας πούμε.

Προτεινόμενες ιστορίες