Το Πριμαρόλι έλυσε πέρυσι μ’ ευχές και κατευόδιο. Με μάκινα για μηχανή κι η κουπαστή τζιβιέρες. Φορτίο του πολύτιμο το είναι μας κι η ζέση μας. Τι κι αν «το διπλωμένο είκοσι περίεργα φυσά», κατά πώς λέγαν οι παλιοί. Άντρεψε μεσοπέλαγα το σκαρί, ιώδιο στη μύτη και στη γλώσσα αρμύρα, γραμμή ζωής το ίσαλο κι ο κάβος του κουβάρι. Άδειο το στρίτσο κι η άγκυρα τατού μετανιωμένο. Μια θάλασσα μνήμες, ένας ουρανός εικόνες κι ο λεβάντες δυνατός για κει, στην Εσπερία. Όπου κι αν πιάσει, λιμάνι δικό μας, γνώριμο, περπατημένο.
Επι-πλέουμε.
Απάνω στην κουπαστή κάποιος λέει μια προφορική ιστορία για τη μαύρη σταφίδα, ανασκαλεύοντας τη συλλογική μνήμη των άλλων, στ’ αμπάρια δυο ψάχνουν για έγγραφα και νότες στο σεντούκι κι άλλοι στην πρώρα μπροστά κοιτούν, εικόνες βλέπουν κι όραμα για την ταυτότητα του ταξιδιού αυτού του ατελεύτητου.
Κάποιος μασά σταφίδα μαύρη, δύο αιώνες τώρα.
Για τη ρότα δε μιλεί κανείς.
Χαραγμένη στην ψυχή μας είναι.
Καλοτάξιδο και φέτος το σκαρί.